Γλοιοβλάστωμα

Πολύμορφο Γλοιοβλάστωμα (GBM)

Το γλοιοβλάστωμα επίσης γνωστό ως πολύμορφο γλοιοβλάστωμα, είναι ένας επιθετικός τύπος καρκίνου που μπορεί να εμφανιστεί στον εγκέφαλο ή το νωτιαίο μυελό. Το γλοιοβλάστωμα σχηματίζεται από κύτταρα που ονομάζονται αστροκύτταρα / ολιγοδενδροκύτταρα, των οποίων ο κύριος ρόλος είναι η υποστήριξη των νευρικών κυττάρων. Το γλοιοβλάστωμα μπορεί να εμφανιστεί σε οποιαδήποτε ηλικία, αλλά αφορά κυρίως μεγαλύτερους σε ηλικία ενήλικες. Είναι πολύ δύσκολο να αντιμετωπιστεί και στην πλειοψηφία των περιπτώσεων δεν είναι δυνατόν να ιαθεί πλήρως. Οι υπάρχουσες θεραπείες όμως, μπορούν να επιβραδύνουν την πρόοδο του καρκίνου και να μειώσουν σημαντικά τα συμπτώματα.

Γλοιοβλάστωμα: τι είδους συμπτώματα προκαλεί

Τα κυριότερα συμπτώματα και κλινικά σημεία που μπορεί να προκαλέσει το γλοιοβλάστωμα είναι τα ακόλουθα :

  • Κεφαλαλγίες
  • Αίσθημα ναυτίας
  • Συχνούς εμέτους
  • Διαταραχές όρασης
  • Αστάθεια βάδισης
  • Επιληπτικές κρίσεις
  • Αδυναμία ή διαταραχή της αισθητικότητας στο χέρι ή/και στο πόδι
  • Διαταραχές στην εκφορά ή την κατανόηση του λόγου
  • Διαταραχές στη συγκέντρωση, τη μνήμη, τη συμπεριφορά ή τις ανώτερες λειτουργίες κατανόησης ή πολλαπλών χειρισμών.

Γλοιοβλάστωμα : Διάγνωση

Οι κλινικές και απεικονιστικές εξετάσεις που πραγματοποιούνται για τη διάγνωση του γλοιοβλαστώματος περιλαμβάνουν:

  • Νευρολογική εξέταση: Κατά τη διάρκεια της νευρολογικής εξέτασης, ο γιατρός θα ρωτήσει για τα κλινικά συμπτώματά και σημεία που έχουν παρουσιασθεί και θα ελέγξει την όραση, την ακοή, την ισορροπία, το συντονισμό, τη δύναμη και τα αντανακλαστικά του ασθενούς. Προβλήματα που εντοπίζονται σε μία ή περισσότερες από αυτές τις περιοχές, μπορεί να παρέχουν ενδείξεις σχετικά με το τμήμα του εγκεφάλου που θα μπορούσε να επηρεαστεί από έναν όγκο.
  • Νευροαπεικονιστικός έλεγχος: Οι απεικονιστικές εξετάσεις μπορούν να βοηθήσουν το γιατρό να καθορίσει τη θέση και το μέγεθος, του όγκου του εγκεφάλου του ασθενούς. Η μαγνητική τομογραφία χρησιμοποιείται συχνά για τη διάγνωση όγκων στον εγκέφαλο και μπορεί να χρησιμοποιηθεί μαζί με μια ποιο εξειδικευμένη απεικόνιση (μαγνητική τομογραφία), όπως η μαγνητική φασματοσκοπία (spect–MRI) και η λειτουργικής μαγνητικής τομογραφίας (fMRI). Άλλες απεικονιστικές εξετάσεις μπορεί να περιλαμβάνουν την αξονική τομογραφία (CT) και τομογραφία εκπομπής ποζιτρονίων (PET).
  • Βιοψία – αφαίρεση δείγματος ιστού για ιστολογική εξέταση: H λήψη βιοψίας από ένα γλοιοβλάστωμα είναι χειρουργική επέμβαση. Μπορεί να πραγματοποιηθεί είτε στερεοτακτικά με τη χρήση νευροπλοήγησης μέσω λεπτής βελόνα η οποία με τη βοήθεια της νευροπλοήγησης κατευθύνεται στον όγκο με ασφάλεια και λαμβάνονται δείγματα από αυτό από ασφαλή για τη λειτουργικότητα του ασθενούς περιοχή, είτε με μικρή κρανιοτομία μέσω της οποίας επιτυγχάνεται αφαίρεση μεγαλύτερου τμήματος του όγκο. Σίγουρα, κατά τη διάρκεια μιας χειρουργικής επέμβασης / κρανιοτομίας για να αφαιρεθεί «ολόκληρο» το γλοιοβλάστωμα, λαμβάνονται περισσότερα και μεγαλύτερα δείγματα παθολογικού ιστού. Το είδος της διαδικασίας βιοψίας που θα ακολουθηθεί έχει σχέση με την ιδιαίτερη κατάσταση του ασθενούς αλλά και τη θέση που εντοπίζεται ο όγκος. Το δείγμα του ύποπτου ιστού αναλύεται σε παθολογοανατομικό εργαστήριο, προκειμένου να προσδιοριστούν οι τύποι των κυττάρων καθώς, ο βαθμός της επιθετικότητάς τους και άλλοι μοριακοί δείκτες.

Οι εξειδικευμένες μοριακές εξετάσεις των καρκινικών κυττάρων μπορούν να ενημερώσουν το γιατρό, για τους τύπους των μεταλλάξεων που έχουν υποστεί τα καρκινικά κύτταρα. Αυτό δίνει στον θεράποντα ενδείξεις σχετικά με την πρόγνωση και μπορεί να κατευθύνει τις θεραπευτικές επιλογές.

Γλοιοβλάστωμα : Θεραπευτική αγωγή

Οι επιλογές θεραπείας για το γλοιοβλάστωμα περιλαμβάνουν:

  • Χειρουργική επέμβαση: Ο Νευροχειρουργός – ογκολόγος θα επέμβει χειρουργικά, για να αφαιρέσει το γλοιοβλάστωμα. Στόχος είναι να αφαιρεθεί όσο το δυνατόν μεγαλύτερο μέρος του όγκου. Ωστόσο, επειδή το γλοιοβλάστωμα αναπτύσσεται στον κανονικό ιστό του εγκεφάλου δεν είναι δυνατή η πλήρης απομάκρυνση. Για το λόγο αυτό οι περισσότεροι ασθενείς θα χρειαστεί να υποβληθούν σε πρόσθετες θεραπείες μετά από τη χειρουργική επέμβαση, οι οποίες θα στοχεύσουν στα εναπομείναντα καρκινικά κύτταρα. Στην κατεύθυνση της ολικής (gross total – άνω του 98%) εξαίρεσης του όγκου ή της εξαίρεσης πέραν των υγιών ορίων (supratotal resection) βοηθάει στις μέρες μας η διεγχειρητική χρήση του φαρμάκου 5-ALA καθώς και ο λεπτομερής ηλεκτροφυσιολογικός έλεγχος με χαρτογράφηση του εγκεφάλου και οι επεμβάσεις με τον ασθενή «σε εγρήγορση» (ξύπνιο).
  • Ακτινοθεραπεία. Η ακτινοθεραπεία χρησιμοποιεί δέσμες υψηλής ενέργειας, όπως οι ακτίνες Χ, οι ακτίνες γ ή τα πρωτόνια, για να σκοτώσει τα καρκινικά κύτταρα. Κατά τη διάρκεια της ακτινοθεραπείας, ο ασθενής είναι ξαπλωμένος σε ένα ειδικό τραπέζι, ενώ ένα μηχάνημα τελευταίας τεχνολογίας μετακινείται γύρω του, κατευθύνοντας ακτίνες σε συγκεκριμένα σημεία του εγκεφάλου, όπου εντοπίζεται το γλοιοβλάστωμα.

Η ακτινοθεραπεία ενάντια στο γλοιοβλάστωμα συνιστάται συνήθως μετά από τη χειρουργική επέμβαση και μπορεί να συνδυαστεί με χημειοθεραπεία. Για τα άτομα τα οποία η γενικότερη κατάσταση της υγείας τους δεν τους επιτρέπει να υποβληθούν σε χειρουργική επέμβαση, η ακτινοθεραπεία και η χημειοθεραπεία μπορούν να εφαρμοστούν και ως κύρια θεραπεία.

  • Χημειοθεραπεία. Η χημειοθεραπεία χρησιμοποιεί εξειδικευμένα φάρμακα για να σκοτώσει τα καρκινικά κύτταρα. Μετά τη χειρουργική επέμβαση ο ασθενής ακολουθεί χημειοθεραπευτική αγωγή σε δισκία (Temozolomide), τόσο κατά τη διάρκεια όσο και μετά από το τέλος της ακτινοθεραπεία. Το είδος της χημειοθεραπείας καθώς και η διάρκεια και ο αριθμός των κύκλων που θα εφαρμοστούν εξατομικεύονται αναλόγως του ασθενούς και των μοριακών παραμέτρων / δεικτών του όγκου.

Στην περίπτωση που επανεμφανισθεί το γλοιοβλάστωμα, μπορεί ο νευροχειρουργός ογκολόγος να επέμβει εκ νέου σε συνδυασμό ή όχι με επιπλέον ακτινοθεραπεία και ενδοφλέβια χημειοθεραπευτική αγωγή.

  • Τεμοζολομίδη (Temondal): Το 45% των πολύμορφων γλοιοβλαστωμάτων είναι θετικά στην υπερμεθυλίωση του υποκινητή του ενζύμου επιδιόρθωσης του DNA Ο6-methylguanine–DNA μεθυλοτρανσφεράση (MGMT), γεγονός που έχει ως αποτέλεσμα την «απενεργοποίηση» του γονιδίου, μειώνοντας έτσι την ικανότητα του καρκινικού κυττάρου να επιδιορθώσει το DNA του. Αυτό έχει σαν συνέπεια να αυξάνεται η ευαισθησία του συγκεκριμένου όγκου στην Τεμοζολομίδη.
  • Στοχευμένη φαρμακευτική θεραπεία.

Τα στοχευμένα φάρμακα επικεντρώνονται σε συγκεκριμένες ιδιότητες των καρκινικών κυττάρων, οι οποίες τους επιτρέπουν να αναπτυχθούν και να πολλαπλασιαστούν. Τα συγκεκριμένα φάρμακα επιτίθενται σε αυτές τις ιδιότητες, προκαλώντας το θάνατο των καρκινικών κυττάρων.

Μπεβασιζουμάμπη / bevacizumab (Avastin) στοχεύει στο γλοιοβλάστωμα ή πιο συγκεκριμένα στα σήματα που στέλνουν τα κύτταρα του γλοιοβλαστώματος στο σώμα, τα οποία προκαλούν τη δημιουργία νέων αιμοφόρων αγγείων καθώς επίσης και την παροχή αίματος και θρεπτικών ουσιών στα καρκινικά κύτταρα. Το bevacizumab συνήθως επιλέγεται ως κύριο φάρμακο, αν το γλοιοβλάστωμα επανεμφανιστεί ή ο ασθενής δεν ανταποκρίνεται σε άλλες θεραπείες.

  • Ανοσολογικές Θεραπείες – Εμβόλια

Τα εμβόλια κατά του γλοιοβλαστώματος είναι σχεδιασμένα για να προκαλέσουν μια ανοσολογική απάντηση ειδική στον όγκο ή σε αντιγόνα που σχετίζονται άμεσα με τον όγκο. Με αυτό τον τρόπο ωθούν το ανοσοποιητικό σύστημα του ασθενούς να επιτεθεί στα καρκινικά κύτταρα που φέρουν αυτά τα αντιγόνα.

  • Διαδερμική θεραπεία με ηλεκτρικά πεδία (Tumor Treating Fields – TTF).

Το TTF χρησιμοποιεί ένα ηλεκτρικό πεδίο για να εμποδίσει τον πολλαπλασιασμό των καρκινικών κυττάρων. Το TTF περιλαμβάνει την εφαρμογή αυτοκόλλητων (pads) στο κρανίο, τα οποία συνδέονται με μια φορητή συσκευή που παράγει το ηλεκτρικό πεδίο. Το TTF συνδυάζεται με χημειοθεραπεία και συνήθως συνιστάται και μετά από ακτινοθεραπεία. Τα αποτελέσματα του TTF από τις μελέτες που έχουν γίνει υποδεικνύουν ότι η θεραπεία μπορεί να αυξήσει το χρονικό διάστημα μέχρι την εξέλιξη της νόσου και να αυξήσει τη διάμεση συνολική επιβίωση σε σχέση με τις καθιερωμένες χημειοθεραπείες σε ασθενείς με υποτροπιάζων γλοιοβλάστωμα. Μπορεί επίσης να χρησιμοποιηθεί στην φάση της αρχικής διάγνωσης της νόσου, αλλά η χρονική διάρκεια της θεραπείας είναι μεγαλύτερη.

  • Κλινικές δοκιμές. Οι κλινικές δοκιμές είναι μελέτες για νέες θεραπείες. Στη συγκεκριμένη περίπτωση αυτές οι μελέτες δίνουν την ευκαιρία στον ασθενή, να δοκιμάσει τις πιο πρόσφατες επιλογές θεραπείας για το γλοιοβλάστωμα, στις οποίες όμως ο κίνδυνος παρενεργειών μπορεί να μην είναι ακόμη γνωστός, επειδή βρίσκονται σε πειραματικό στάδιο. Ο θεράπων ιατρός είναι ο κύριος αρμόδιος για να αξιολογήσει κατά πόσο θα είναι ωφέλιμη για τον ασθενή η συμμετοχή σε μια κλινική δοκιμή. Aνοσολογικές πειραματικές μελέτες στις οποίες είναι προσβάσιμη η θεραπεία είναι οι ακόλουθες: DCVax-L, ICT-107, HSPPC-96, SL-701, ICT-121, HSV1-TK , Flt3L , Imiquimod, Montanide (ISA 51).
  • Υποστηρικτική (παρηγορητική) περίθαλψη. Η παρηγορητική φροντίδα είναι εξειδικευμένη ιατρική περίθαλψη, που επικεντρώνεται στην παροχή ανακούφισης από τον πόνο και από τα άλλα συμπτώματα που προκαλεί το γλοιοβλάστωμα. Οι εξειδικευμένοι γιατροί και νοσηλευτές της παρηγορητικής φροντίδας συνεργάζονται με τον ασθενή, την οικογένειά του καθώς και τους άλλους γιατρούς, για να του παράσχουν ένα επιπλέον επίπεδο υποστήριξης που συμπληρώνει τη συνεχή φροντίδα. Η παρηγορητική φροντίδα μπορεί να παρασχεθεί και όταν υποβάλλεται ο ασθενής σε άλλες επιθετικές θεραπείες, όπως η χειρουργική επέμβαση, η χημειοθεραπεία ή η ακτινοθεραπεία.